Μαριάννα Τόλια
Τα αίτια για την ευρωπαϊκή κρίση και για το τι πρέπει να
κάνει η Ευρώπη για να τη λύσει διαφέρουν ανάλογα με το ποιος μιλάει. Κατά βάση
μιλούν δύο κατηγοριών άνθρωποι: οι πολιτικοί και οικονομικοί αξιωματούχοι της
Ευρωζώνης και των κρατών μελών της, δηλαδή ουσιαστικά οι εκπρόσωποι της
πολιτικής εξουσίας, και οι οικονομολόγοι, δηλαδή οι έστω και υπό προϋποθέσεις
εκπρόσωποι της επιστήμης. Και αποκαλούμε τους οικονομολόγους έστω και υπό
προϋποθέσεις εκπροσώπους της επιστήμης όχι μόνο γιατί τα οικονομικά είναι κοινωνική
επιστήμη που υπόκειται σε ιδεολογικές πολιτικές επιρροές, αλλά και εξαιτίας του
γνωστού ανέκδοτου: οικονομολόγος, λέει, είναι αυτός που σου εξηγεί σήμερα γιατί
δεν έγινε εκείνο που είχε προβλέψει χτες... Παρά ταύτα, ιδίως σε ό,τι αφορά τα
αίτια και την αντιμέτωπιση μιας οικονομικής κρίσης, αναγνωρίζουμε στο λόγο των
οικονομολόγων μεγαλύτερη εγκυρότητα
έναντι του λόγου των πολιτικών, που κατά κανόνα τείνουν να χειραγωγούν την
κοινή γνώμη προκειμένου να εξυπηρετήσουν ατομικά και συλλογικά συμφέροντα για
να κερδίσουν ψήφους και ισχύ. Κι αν δεχτούμε ότι όλα αυτά ισχύουν έτσι γενικά,
έπεται – με βάση και το γνωστό ανέκδοτο – ότι αν υπάρχει ένας λόγος να διεκδικεί τη μέγιστη
εγαλύτερη εγκυρότητα για την ευρωπαϊκή κρίση, είναι των λίγων εκείνων οικονομολόγων
που όταν όλοι οι άλλοι πανηγύριζαν για το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, προέβλεπαν μόνοι σωστά πως το ευρώ θα φέρει αστάθεια
στην Ευρώπη και κινδυνεύει να οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής και αύξησης της
ανεργίας στα κράτη μέλη του.
Ας τα
πάρουμε όμως από την αρχή. Το τι λένε οι πολιτικοί για τα αίτια της ευρωπαϊκής
κρίσης είναι πασίγνωστο – το παπαγαλίζουν αδιάκοπα τα μήντια και το έχουμε όλοι
εμπεδώσει... Η κυρίαρχη άποψη, που ξεκίνησε από τη Γερμανία, λέει ότι η κρίση οφείλεται
στην απώλεια εμπιστοσύνης των αγορών προς ορισμένα ‘σπάταλα’ κράτη της
ευρωπαϊκής περιφέρειας που στους καλούς καιρούς δανείστηκαν υπερβολικά. Τη
γερμανική αυτή θέση συμμερίζεται και η ΕΚΤ αλλά και οι περισσότερες συστημικές
κεντροδεξιές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνητικές και πολιτικές δυνάμεις της
Ευρωζώνης – αν και όλοι οι ηγέτες του Νότου κατηγορούσαν τις κακές αγορές κάθε
φορά που αύξανε το δικό τους κόστος δανεισμού ή έφτανε η ώρα του δικού τους μνημονίου
ως κερδοσκοπικές και ανορθολογικές επειδή τάχα δεν αναγνώριζαν τις προσπάθειες
που κατέβαλαν τα κράτη να μπουν στο ίσιο δρόμο: όλα αυτά μας τα είπαν ξανά και
ξανά ο Παπανδρέου, ο Ραχόι, ο Μόντι κλπ.
Από το πολιτικό στερέωμα, οι μόνες πολιτικές δυνάμεις που
έχουν διαφοροποιηθεί από την κυρίαρχη αυτή
αφήγηση ήταν τα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς – σε μας ο ΣΥΡΙΖΑ – καθώς
είχαν εξ ορισμού και από
χρόνια απορρίψει τη λογική του ευρώ ως νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος (δηλαδή τη
χρηματοδότηση των κρατών από τις αγορές, τους περιορισμούς χρέους και
ελλείμματος του Μάαστριχ για τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών κλπ). Έτσι, η
ευρωπαϊκή κρίση για την αριστερά ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερης
επίθεσης, ως αποτέλεσμα της παράδοσης των κρατών της Ευρωζώνης στις λεγόμενες
κεφαλαιαγορές και της απαγόρευσης της χρηματοδότησης των κρατών απευθείας από
την ΕΚΤ.
Τέλος στο κομμάτι της πολιτικής θα εντάσσαμε και την
πρόσφατη ευφυή, συνθετική – και αποδεκτή από πλειάδα μεγάλων οικονομολόγων –
πολιτική-οικονομική προσέγγιση της κρίσης από τον Τζορτζ Σόρος. Δανειζόμενος
αναλογίες από την οικονομική θεωρία κι εμπερία, ο Σόρος έχει διαβάσει την
ευρωπαϊκή οικονομική κρίση αποτελεί ως κρίση του ευρώ ως πολιτικού σχεδίου, ένα
σκάσιμο της ‘πολιτικής φούσκας του ευρωπαϊκού σχεδίου’, όπως χαρακτηριστικά την
έχει αποκαλέσει. Η πολιτική φούσκα του ευρωπαϊκού σχεδίου, κατά Σόρος, που είχε
ξεκινήσει με την Ευρωπαϊκή Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα, που είχε εξελιχθεί θετικά
επί 60 χρόνια μέσα από μικρά επιτυχημένα βήματα που έκαναν οι ευρωπαϊκές εθνικές ελίτ εν γνώσει τους ότι
αυτά είναι ανεπαρκή και πάντα θα απαιτείται κάτι μεγαλύτερο στο μέλλον, οδήγησε
ως τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατόπιν του κοινού νομίσματος,
έχοντας ως τελικό όραμα την πλήρη πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Αλλά όπως ακριβώς μια οικονομική φούσκα σκάει όταν οι
τιμές των αντίστοιχων ενεργητικών αρχίζουν για οποιοδήποτε λόγο να καταρρέουν,
έτσι και το ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο άρχισε να σκάει με μια κίνηση της Μέρκελ
όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση πέρασε από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη κι
έπληξε τις υπερμοχλευμένες τράπεζες της. Σε μια συγκυρία κρίσης, κι ενώ η
ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος και ο προχωρημένος βαθμός ολοκλήρωσης του
ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος επέβαλαν την αντιμετώπιση του προβλήματος σε
επίπεδο Ευρωζώνης, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ έκανε τη μεγάλη εθνική
αναδίπλωση λέγοντας ότι κάθε κράτος θα αναλάβει τις δικές του τράπεζες.
Αν αυτά λένε οι πολιτικοί και ο πολιτικός-οικονομικός
Σόρος – μια κατηγορία από μόνος του – ας δούμε τι λένε οι οικονομολόγοι. Όπως και στους κόλπους των πολιτικών
υπάρχουν χονδρικά δύο προσεγγίσεις, που αντιστοιχούν στη διαίρεση μεταξύ της
συστημικής πολιτικής (δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας) και της αντιπολιτευόμενης
αριστεράς, έτσι και στους κόλπους των οικονομολόγων έχουμε χονδρικά δύο
προσεγγίσεις: αφενός των λιγότερο ή περισσότερο φιλελεύθερων και αφετέρου των
μετακεϋνσιανών.
Η κυρίαρχη άποψη είναι η άποψη των φιλελεύθερων της
ηπειρωτικής και μη Ευρώπης – με βασικές τις συμβολές του Αγγλοσάξονα
αρθρογράφου των Financial Times, Martin Wolf, και του Γερμανού συναδέλφου του του οικονομικού
Ινστιτούτου Ifo Χαν Βέρνερ Σιν – η
οποία πάντως διαφέρει πάρα
πολύ από τα τυφλά κηρύγματα της ΕΚΤ και της Μέρκελ. Τι μας λένε οι φιλελεύθεροι
οικονομολόγοι; Ότι η ευρωπαϊκή κρίση είναι κατά την ουσία της κρίση ισοζυγίου
πληρωμών, μοιάζει δηλαδή πολύ
με τις κρίσεις των αναδυόμενων οικονομιών της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας
που έλαβαν χώρα κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990. Με την έλευση του ευρώ, εξηγούν – που σήμαινε κοινό
νόμισμα και κοινά επιτόκια για τις 17 διαφορετικές οικονομίες της Ευρωζώνης οι
οποίες ‘έτρεχαν’ με διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης –, και με την απόφαση της
ΕΚΤ να κρατήσει για πέντε ολόκληρα χρόνια το ευρωπαϊκό επιτόκιο στο ιστορικό χαμηλό του 2% προκειμένου να στηρίξει τις στάσιμες τότε οικονομίες της
Γερμανίας και της Γαλλίας – τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου απέκτησαν για πρώτη
φορά πρόσβαση σε δανεισμό με πολύ χαμηλό ονομαστικό επιτόκιο. Παράλληλα, η
απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η εξάλειψη του συναλλαγματικού
κινδύνου και η διάχυτη γενικευμένη αισιοδοξία για τη σύγκλιση των ευρωπαϊκών
οικονομιών ενθάρρυναν την αύξηση
των κεφαλαιακών ροών από τα κράτη του πυρήνα προς τα κράτη της περιφέρειας.
Έτσι, στα κράτη αυτά αυξήθηκε η κατανάλωση με βάση την πίστωση, η οποία οδήγησε
με τη σειρά της σε αύξηση τόσο της εγχώριας ζήτησης όσο και των ονομαστικών
μισθών σε υψηλότερο βαθμό από ό,τι στα κράτη του πυρήνα – δηλαδή σε υψηλότερο
πληθωρισμό. Ο υψηλότερος πληθωρισμός στην περιφέρεια σήμαινε όμως πως το
πραγματικό επιτόκιο δανεισμού ήταν στην πραγματικότητα αρνητικό, γεγονός που
τροφοδότησε περαιτέρω αύξηση της ζήτησης. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των
διαδικασιών ήταν εν τέλει μια καλπάζουσα αύξηση της εγχώριας ζήτησης στα κράτη
της ευρωπαϊκής περιφέρειας που παρήγαγε ωστόσο διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα
με τις εγχώριες παραδόσεις και τα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας. Στην Ισπανία
και την Ιρλανδία για παράδειγμα, όπου δανείστηκε κυρίως ο ιδιωτικός τομέας με
προεξάρχουσες τις τράπεζες και τις κατασκευαστικές εταιρείες, δημιουργήθηκαν
μεγάλες φούσκες ακινήτων, ενώ στην Ελλάδα όπου δανείστηκε κυρίως ο δημόσιος
τομέας, το πάρτι στήθηκε γύρω από τις δημόσιες δαπάνες που πήγαν για προμήθειες, χατήρια
ημετέρων και μισθούς στο δημόσιο και
ευρύτερο δημόσιο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η διαδοχή των γεγονότων και οι
συνέπειές τους, δηλαδή το γεγονός ότι μια ομάδα κρατών αύξησε πολύ το δανεισμό
της, άρα και το χρέος της προς το εξωτερικό, μέχρι που μια αιφνίδια κρίση
έπληξε το σύστημα, και σταμάτησαν απότομα οι εισροές ξένων κεφαλαίων καθιστούν
την κρίση των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας παρόμοια με την κρίση των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Κι επειδή οι κρίσεις των
αναπτυσσόμενων οικονομιών κατέληξαν σε εθνικά χρεοστάσια, έπεται ότι και οι
κρίσεις των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας ενδέχεται να καταλήξουν σε εθνικά
χρεοστάσια αν δεν υπάρξει μια κεντρική απόφαση να λειτουργήσει η ΕΚΤ ως
δανειστής εσχάτου καταφυγίου – με άμεσο ή πλάγιο τρόπο. Κι όλα αυτά συμβαίνουν, καταλήγουν οι φιλελεύθεροι
οικονομολόγοι, επειδή η Ευρωζώνη είναι κατά την αρχιτεκτονική των θεσμών και
των διακανονισμών της μια υβριδική και ατελής νομισματική ένωση: δηλαδή κάτι
ανάμεσα σε σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμίων μεταξύ ανεξάρτητων κρατών
και σε μια πλήρως ολοκληρωμένη οικονομία. Άρα η ευρωπαϊκή κρίση είναι σε πλήρη
εξέλιξη και περιμένουμε – όσοι επιβιώσουμε από αυτήν – να δούμε τη λύση ή το τέλος της που θα πάρει κάποια στιγμή το όποιο σχήμα
του από τις αλλαγές που ενδέχεται να αποφασιστούν στην αρχιτεκτονική της
Ευρωζώνης και στο ρόλο της ΕΚΤ και από τις υποχωρήσεις που ενδέχεται να κάνουν οι
ευρωπαϊκές ηγεσίες και τα δεινά που θα αντέξουν οι λαοί του ευρωπαϊκού Νότου
πριν επαναστατήσουν...
Τέλος, η τέταρτη και ... φαρμακερή προσέγγιση της κρίσης
είναι εκείνη των οπαδών της λεγόμενης Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας (Modern Monetary Theory), μια γενιάς αμερικανών μετακεϋνσιανών οικονομολόγων,
που τα είχαν όλα κατανοήσει και προβλέψει από τα τέλη της δεκαετίας του 1990
αλλά εξαιτίας αυτού είχαν αντιμετωπιστεί από τότε με καχυποψία και απόρριψη από
τους Ευρωπαίους. Η θέση αυτών των οικονομολόγων είναι ότι η ΟΝΕ, με την πλήρη
διάκριση μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής όπου η μεν
δημοσιονομική πολιτική ελέγχεται με πολύ αυστηρά κριτήρια (δημόσιο έλλειμμα
κάτω του 3% και χρέος κάτω του 60%), η δε νομισματική πολιτική έχει μεγάλο
βαθμό ανεξαρτησίας προκειμένου να εστιάζει απερίσπαστη στον πρωταρχικό στόχο
της σταθερότητας των τιμών, σχεδιάστηκε ως το πρώτο σύγχρονο παγκόσμιο πείραμα
μεγάλης κλίμακας που προσπαθούσε να διαρρήξει το δεσμό μεταξύ ενός κράτους και
του νομίσματός του. Μόνο που ένα τέτοιο πείραμα, τόνισαν, παρήγαγε ένα πολύ
σοβαρό πρόβλημα: με την απεμπόληση της νομισματικής κυριαρχίας τους, τα κράτη
της ΟΝΕ δεν ήταν πια σε θέση να εφαρμόζουν μια συντονισμένη δημοσιονομική και
νομισματική πολιτική, η οποία χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά
μια ύφεση. Κι αυτό εγκυμονούσε μια τεράστια παγίδα για την απασχόληση και την
παραγωγή.
Διότι η δομή της Ευρωζώνης, είπαν οι μετακεϋνσιανοί, είχε
ως συνέπεια τα κράτη μέλη της να υποχρεώνονται να ασκούν δημοσιονομική πολιτική σαν να
είχαν ξένο νόμισμα, δανειζόμενες δηλαδή από τις αγορές. Αν λοιπόν ερχόταν
ύφεση, όπου οι επενδυτές θα αποκτούσαν επιφυλάξεις για το έλλειμμα ή το χρέος
κάποιου μέλους, το μέλος αυτό δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να ισοσκελίσει
τον προϋπολογισμό τους μειώνοντας τις δαπάνες του. Με άλλα λόγια, μέσα στην
Ευρωζώνη και σε περίπτωση ύφεσης, οι δυνάμεις της αγοράς μπορούσαν να ζητήσουν
και να επιβάλλουν στις χώρες την άσκηση κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής που
θα επέτεινε την ύφεση, την ανεργία και τη μείωση της παραγωγής. Ό,τι ζούμε δηλαδή εμείς στην Ελλάδα σε υπερβολικό βαθμό
και ό,τι ζουν οι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας σε μικρότερο.
Οι αμερικανοί μετακεϋνσιανοί προέβλεψαν και πολλά
πράγματα: το τρόπο με την οποίο επρόκειτο να λειτουργήσει στις υπόλοιπες
ευρωπαϊκές χώρες η πολιτική του Βερολίνου περί συμπίεσης των γερμανικών μισθών,
με πιέσεις για μείωση των μισθών και γενικότερη συμπίεση της συνολικής ευρωπαϊκής ζήτησης με
αποπληθωριστικές πιέσεις, την αδυναμία να δοθεί λύση στο πρόβλημα μείωσης της
ευρωπαϊκής ζήτησης και ανεργίας μέσα από την αύξηση των ευρωπαϊκών εξαγωγών
προς τον υπόλοιπο κόσμο λόγω της ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου και του
γεν κλπ.
Κλείνουμε εδώ για σήμερα και σύντομα θα επανέλθουμε με
αποσπάσματα από τα γραπτά τους που έχουν πολύ ψωμί για όσους θέλουν να
κατανοήσουν τη φύση της κρίσης που σαρωνει την Ελλάδα και τους λαούς του
ευρωπαϊκού Νότου.
Read more...